- ακροθαλασσίτης, -ισσα, -ικο
- αυτός που μένει στην ακροθαλασσιά ή προέρχεται από παράλιο τόπο: Ακροθαλασσίτης εσύ και να μην ξέρεις κολύμπι!
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ακροθαλασσίτης — ισσα, ικο ο ακρογιαλίτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. ακροθαλασσιά ή ακροθάλασσα πρβλ. επίσης Μαύρη Θάλασσα: Μαυροθαλασσίτης] … Dictionary of Greek